τραγισμός

τραγισμός
ο ломка голоса (у юношей)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "τραγισμός" в других словарях:

  • τραγισμός — ο, Ν [τραγίζω] η μεταβολή τής φωνής τ;vν εφήβων σε τραχύτερη και βαθύτερη …   Dictionary of Greek

  • τραγισμός — ο η μεταβολή της φωνής του εφήβου στο τραχύτερο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»