τραγισμός — ο, Ν [τραγίζω] η μεταβολή τής φωνής τ;vν εφήβων σε τραχύτερη και βαθύτερη … Dictionary of Greek
τραγισμός — ο η μεταβολή της φωνής του εφήβου στο τραχύτερο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)